borsa
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | borsa | borsaj |
αιτιατική | borsan | borsajn |
borsa (eo)
- χρηματιστηριακός, σχετικός με το χρηματιστήριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | borsa | borsaj |
αιτιατική | borsan | borsajn |
borsa (eo)