boisé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | boisé | boisés |
θηλυκό | boisée | boisées |
boisé (fr)
Δείτε επίσης : Boise |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | boisé | boisés |
θηλυκό | boisée | boisées |
boisé (fr)