Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

boilerplate code < → δείτε τις λέξεις boilerplate και code
      ενικός         πληθυντικός  
boilerplate code boilerplate codes

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

boilerplate code (en)

  • (πληροφορική) τυποποιημένος κώδικας
    1. μικρό κομμάτι κώδικα που χρησιμοποιείται σχεδόν αυτούσιο σε διάφορα σημεία ενός μεγαλύτερου προγράμματος ή ενός συνόλου προγραμμάτων
    2. μικρό ή μεγάλο κομμάτι κώδικα που χρησιμοποιείται σαν πρότυπο για την ανάπτυξη ενός νέου προγράμματος με την τροποποίηση ή προσθήκη εντολών

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία