bitumen
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bitumen < (άμεσο δάνειο) λατινική bitumen
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈbɪt.jʊ.mɪn/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈbɪt͡ʃ.ʊ.mɪn/ (βρετανικό)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bitumen | bitumena / bitumens |
bitumen (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | bitumen |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bitumens |
αόριστος | bitumened |
παθητική μετοχή | bitumened |
ενεργητική μετοχή | bitumening |
bitumen (en)
Πηγές επεξεργασία
- bitumen - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
bitumen (la) ουδέτερο
Κλίση επεξεργασία
Απόγονοι επεξεργασία
bitumen (λατινικά)
- → γαλλικά: béton
- ↷ γερμανικά: Beton
- ↷ νέα ελληνικά: μπετόν
- ↷ αγγλικά: bitumen
- ↷ ρωσικά: битум (bítum)
Πηγές επεξεργασία
- bitumen - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.