bicycle
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
bicycle < (άμεσο δάνειο) γαλλική bicycle
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bicycle | bicycles |
bicycle (en)
- (μέσο μεταφορών) το ποδήλατο
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | bicycle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bicycles |
αόριστος | bicycled |
παθητική μετοχή | bicycled |
ενεργητική μετοχή | bicycling |
bicycle (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bicycle | bicycles |
bicycle (fr) αρσενικό