Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
παιδιά που ποδηλατούν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποδηλατώ < ποδήλατο

  Ρήμα επεξεργασία

ποδηλατώ

  1. οδηγώ ποδήλατο
  2. (αθλητισμός) ασκούμαι στην ποδηλασία
     συνώνυμα: κάνω ποδήλατο

  Μεταφράσεις επεξεργασία