Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bez < πρωτοσλαβικής προέλευσης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bɛs/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bez (pl) αρσενικό

  1. (φυτό) ο σαμπούκος
  2. (φυτό) η πασχαλιά

Συγγενικά επεξεργασία

  Πρόθεση επεξεργασία

bez (pl)

Αντώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • υπάρχει και η μορφή beze που χρησιμοποιείται μόνο στην έκφραση beze mnie (χωρίς εμένα)
  • συντάσσεται με γενική (dopełniacz)



Τσεχικά (cs) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bez < πρωτοσλαβικής προέλευσης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bɛs/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bez (cs) αρσενικό

  Πρόθεση επεξεργασία

bez (cs)

Αντώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία