Διεθνείς όροι επεξεργασία

  Σύμβολο επεξεργασία

  • συντομογραφία του προθήματος μονάδας zepto-.



Αζεριανά (az) επεξεργασία

  Χαρακτήρας επεξεργασία

z

  z

  • γράμμα του αζεριανού αλφάβητου
Αζεριανό αλφάβητο
Αραβικό Λατινικό Κυριλικό Λατινικό IPA
—1918 1918—-1939 1958—-1991 1991—
,,, Zz З з Z z
ΔΦΑ : /z/



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

z (pl) θηλυκό

  • το τριακοστό γράμμα του πολωνικού αλφαβήτου

  Πρόθεση επεξεργασία

z (pl)

  1. συντάσσεται με γενική (dopełniacz) και προσδιορίζει προέλευση
    από, εκ, εξ
  2. συντάσσεται με οργανική (narzędnik) και προσδιορίζει περιεχόμενο ή σχέση
    με

  Μόριο επεξεργασία

z (pl)