belette
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- belette < υποκοριστικό του belle
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
belette | belettes |
belette (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
belette | belettes |
belette (fr) θηλυκό