Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bassin < παλαιά γαλλικά bacin < δημώδης λατινική baccinus / baccinum < baccus < γαλατικά *bacca

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bassin bassins

bassin (fr)αρσενικό

  1. λεκάνη, σκάφη
  2. (ανατομία) πύελος
  3. (γεωγραφία) λεκανοπέδιο
  4. δεξαμενή ενός ναυπηγείου

Συγγενικά επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα επεξεργασία