λεκανοπέδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /le.ka.noˈpe.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐κα‐νο‐πέ‐δι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεκανοπέδιο ουδέτερο
- (γεωγραφία) πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά, ώστε το ανάγλυφο του εδάφους να αποκτά το σχήμα λεκάνης
- ↪ το λεκανοπέδιο της Αττικής