basic
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | basic |
συγκριτικός | more basic |
υπερθετικός | most basic |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
basic (en)
- βασικός
- ↪ basic training - βασική εκπαίδευση
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 159. ISBN 9780194325684., λήμμα: βασικός