balancement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- balancement < balance
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ba.lɑ̃.smɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
balancement | balancements |
balancement (fr) αρσενικό
- η αιώρηση
- (μεταφορικά) η ισορροπία, η εξισορρόπηση
- η συμμετρία
- (μεταφορικά) ο δισταγμός