bajoneto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bajoneto | bajonetoj |
αιτιατική | bajoneton | bajonetojn |
bajoneto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bajoneto | bajonetoj |
αιτιατική | bajoneton | bajonetojn |
bajoneto (eo)