μπαγιονέτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ba.ʝoˈne.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐γιο‐νέ‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαγιονέτα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαγιονέτα
→ δείτε τη λέξη ξιφολόγχη |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μπαγιονέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας