Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξιφολόγχη οι ξιφολόγχες
      γενική της ξιφολόγχης των ξιφολογχών
    αιτιατική την ξιφολόγχη τις ξιφολόγχες
     κλητική ξιφολόγχη ξιφολόγχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξιφολόγχη < ξίφ(ος) + -ο- + λόγχη, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sabre-bayonnette, épée-bayonnette [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksi.foˈloŋ.çi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξι‐φο‐λόγ‐χη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξιφολόγχη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία