ξιφολόγχη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξιφολόγχη < ξίφ(ος) + -ο- + λόγχη, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sabre-bayonnette, épée-bayonnette [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksi.foˈloŋ.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξι‐φο‐λόγ‐χη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξιφολόγχη θηλυκό
- (ιστορία, οπλισμός) μικρό ξίφος που προσαρμόζεται πάνω ή κάτω από την κάννη ενός τουφεκιού πριν από μια έφοδο ή μάχη σώμα με σώμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξιφολόγχη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ξιφολόγχη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας