béotien
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | béotien | béotiens |
θηλυκό | béotienne | béotiennes |
béotien (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | béotien | béotiens |
θηλυκό | béotienne | béotiennes |
béotien (fr)
- κάποιος που είναι χοντροκομμένος
- κάποιος που είναι άσχετος, ανίδεος με κάποιο θέμα
Αντώνυμα επεξεργασία
αντώνυμα του χοντροκομμένος
αντώνυμα του άσχετος, ανίδεος