automaticité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- automaticité < automatique
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
automaticité | automaticités |
automaticité (fr) θηλυκό
- το αυτόματο μιας κατάστασης
ενικός | πληθυντικός |
automaticité | automaticités |
automaticité (fr) θηλυκό