auditeur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | auditeur | auditeurs |
θηλυκό | auditrice | auditrices |
auditeur (fr) αρσενικό
- ο ακροατής
- ο ελεγκτής (σε βιομηχανία, λογιστικό γραφείο, συμβούλιο της επικρατείας, κ.α.)