assoupi
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assoupi | assoupis |
θηλυκό | assoupie | assoupies |
Επίθετο επεξεργασία
assoupi (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη assoupir
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | assoupi | assoupis |
θηλυκό | assoupie | assoupies |
assoupi (fr)