Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /əˈsoʊ.ʃi.ə.tɪv/ & /əˈsoʊ.si.ə.tɪv/ (ΗΠΑ)
 

  Επίθετο επεξεργασία

associative (en)

  1. (άλγεβρα) προσεταιριστικός
    associative property - προσεταιριστική ιδιότητα
  2. (ψυχολογία) συνειρμικός
    associative learning - συνειρμική μάθηση

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
associative associatives

associative (fr) θηλυκό