appréhensif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | appréhensif | appréhensifs |
θηλυκό | appréhensive | appréhensives |
Επίθετο επεξεργασία
appréhensif (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη appréhender
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | appréhensif | appréhensifs |
θηλυκό | appréhensive | appréhensives |
appréhensif (fr)