antitout
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαantitout (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (οικείο) που εναντιώνεται στα πάντα, που λέει « όχι » στον καθένα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαantitout (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (οικείο) που εναντιώνεται στα πάντα, που λέει « όχι » στον καθένα