Ετυμολογία

επεξεργασία
antitout < anti- + tout

  Επίθετο

επεξεργασία

antitout (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (οικείο) που εναντιώνεται στα πάντα, που λέει « όχι » στον καθένα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

antitout (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (οικείο) που εναντιώνεται στα πάντα, που λέει « όχι » στον καθένα