ampliation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ampliation | ampliations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ampliation (fr) θηλυκό
- επέκταση
- (κατ’ επέκταση) επικυρωμένο αντίγραφο διοικητικού ή συμβολαιογραφικού εγγράφου
- (φυσιολογία) αύξηση του θωρακικού όγκου κατά την εισπνοή