alléchant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | alléchant | alléchants |
θηλυκό | alléchante | alléchantes |
alléchant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | alléchant | alléchants |
θηλυκό | alléchante | alléchantes |
alléchant (fr)