alcoolisé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | alcoolisé | alcoolisés |
θηλυκό | alcoolisée | alcoolisées |
Επίθετο επεξεργασία
alcoolisé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | alcoolisé | alcoolisés |
θηλυκό | alcoolisée | alcoolisées |
alcoolisé (fr)