Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ahurissamment < ahurissant + -ment

  Επίρρημα επεξεργασία

ahurissamment (fr)

  • με τρόπο ώστε να εκπλαγεί κάποιος, να « τα χάσει τελείως »