agnostikisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- agnostikisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | agnostikisto | agnostikistoj |
αιτιατική | agnostikiston | agnostikistojn |
agnostikisto (eo)