Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγνωστικιστής οι αγνωστικιστές
      γενική του αγνωστικιστή των αγνωστικιστών
    αιτιατική τον αγνωστικιστή τους αγνωστικιστές
     κλητική αγνωστικιστή αγνωστικιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγνωστικιστής < αγνωστικισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγνωστικιστής αρσενικό, αγνωστικίστρια θηλυκό

  1. (φιλοσοφία) που ακολουθεί τη φιλοσοφική θεωρία του αγνωστικισμού, που πρεσβεύει ότι η έσχατη γνώση των όντων δεν είναι δυνατή
  2. που πιστεύει ότι δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του θεού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία