agissant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | agissant | agissants |
θηλυκό | agissante | agissantes |
agissant (fr)
Μετοχή επεξεργασία
agissant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | agissant | agissants |
θηλυκό | agissante | agissantes |
agissant (fr)
agissant (fr)