afiŝisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afiŝisto | afiŝistoj |
αιτιατική | afiŝiston | afiŝistojn |
afiŝisto (eo)
- επικολλητής αφισών
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | afiŝisto | afiŝistoj |
αιτιατική | afiŝiston | afiŝistojn |
afiŝisto (eo)