adulateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adulateur | adulateurs |
θηλυκό | adulatrice | adulatrices |
adulateur (fr)
Συνώνυμα επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adulateur | adulateurs |
θηλυκό | adulatrice | adulatrices |
adulateur (fr)