adducteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- adducteur < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adducteur | adducteurs |
θηλυκό | adductrice | adductrices |
adducteur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adducteur | adducteurs |
θηλυκό | adductrice | adductrices |
adducteur (fr)