activate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | activate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | activates |
αόριστος | activated |
παθητική μετοχή | activated |
ενεργητική μετοχή | activating |
Ρήμα επεξεργασία
activate (en)
ενεστώτας | activate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | activates |
αόριστος | activated |
παθητική μετοχή | activated |
ενεργητική μετοχή | activating |
activate (en)