Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας deactivate
γ΄ ενικό ενεστώτα deactivates
αόριστος deactivated
παθητική μετοχή deactivated
ενεργητική μετοχή deactivating

  Ετυμολογία επεξεργασία

deactivate < de- + activate

  Ρήμα επεξεργασία

deactivate (en)

  • απενεργοποιώ
    The pilot of the aircraft deactivated the autopilot.
    Ο κυβερνήτης του αεροσκάφους απενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο.

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις active και act