actif
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
actif | actifs |
actif (fr) ουδέτερο
- το ενεργητικό
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | actif | actifs |
θηλυκό | active | actives |
actif (fr)
ενικός | πληθυντικός |
actif | actifs |
actif (fr) ουδέτερο
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | actif | actifs |
θηλυκό | active | actives |
actif (fr)