Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
accroche accroches

  Ουσιαστικό επεξεργασία

accroche (fr) θηλυκό

  1. μέρος μιας διαφήμισης που τραβάει την προσοχή (συνήθως, πρόκειται για τον τίτλο)
  2. διαφήμιση ενός προϊόντος που προσελκύει το κοινό (π.χ. σε ένα κατάστημα)
  3. το κράτημα ενός ελαστικού αυτοκινήτου πάνω στο οδόστρωμα