διαφήμιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαφήμιση | οι | διαφημίσεις |
γενική | της | διαφήμισης* | των | διαφημίσεων |
αιτιατική | τη | διαφήμιση | τις | διαφημίσεις |
κλητική | διαφήμιση | διαφημίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαφημίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαφήμιση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διαφήμι(σις) (μαρτυρείται από το 1887) [1] + -ση < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réclame[2] < → και δείτε το ελληνιστικό διαφημίζω (κάνω γνωστό)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯aˈfi.mi.si/ & /ðʝaˈfi.mi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐φή‐μι‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαφήμιση θηλυκό
- (διαφήμιση) η προβολή των χαρακτηριστικών ενός προϊόντος ή ατόμου ή υπηρεσίας με σκοπό την αποκόμιση κάποιου κέρδους
- τεχνική της επιχειρηματικής δράσης που διαδίδει πληροφορίες για κάτι με σκοπό να επηρεαστεί η καταναλωτική συμπεριφορά
- (συνεκδοχικά) καταχώριση σε έντυπο ή μικρή παρεμβολή στο πρόγραμμα του ραδιοφώνου / της τηλεόρασης ή αφίσα που προβάλλει ένα προϊόν
- (μεταφορικά) ο έπαινος
Συγγενικά επεξεργασία
- διαφημιζόμενος
- διαφημίζω
- διαφημιστής και διαφημίστρια
- διαφημιστικός
- διαφημιστικό
- διαφημισμένος
- διαφημίζομαι
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κατηγορία:Διαφημίσεις (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Λέξεις από διαφημίσεις (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- διαφήμιση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαφήμιση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 286, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ διαφήμιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας