TLS
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Συντομομορφή επεξεργασία
TLS (en) αρκτικόλεξο
- (διαδίκτυο) συντομογραφία του transport layer security: πρωτόκολλο κρυπτογράφησης για την ασφαλή επικοινωνία σε ένα δίκτυο υπολογιστών, διάδοχος του secure sockets layer (SSL)
- ※ When a server and client communicate using TLS, it ensures that no third party can eavesdrop or tamper with any message. [1]
- Όταν ένας διακομιστής και ένας πελάτης επικοινωνούν χρησιμοποιώντας TLS, διασφαλίζει ότι κανένας τρίτος δεν μπορεί να παρακολουθεί ή να παραβιάζει οποιοδήποτε μήνυμα. (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ※ When a server and client communicate using TLS, it ensures that no third party can eavesdrop or tamper with any message. [1]
Δείτε επίσης επεξεργασία
- TLS στη Βικιπαίδεια
- TLS στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ (αγγλικά) Transport Layer Security (TLS). Πρόσβαση 2021-03-24.