Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

PnP < Plug and Play

  Συντομομορφή επεξεργασία

PnP (en) αρκτικόλεξο

  • (πληροφορική) συντομογραφία του plug and play
    ※  Today, all new computers have PnP capabilities [1]
    Σήμερα, όλοι οι νέοι υπολογιστές έχουν δυνατότητες PnP (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • PnP στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές επεξεργασία

  1. (αγγλικά) PnP. Πρόσβαση 2021-05-15.