Gesellschaft
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Gesellschaft | die | Gesellschaften |
γενική | der | Gesellschaft | der | Gesellschaften |
δοτική | der | Gesellschaft | den | Gesellschaften |
αιτιατική | die | Gesellschaft | die | Gesellschaften |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Gesellschaft (de) θηλυκό
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Gesellschaft - Duden online.
- Gesellschaft - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).