-τεχνίτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -τεχνίτρα | οι | -τεχνίτρες |
γενική | της | -τεχνίτρας | — | |
αιτιατική | τη(ν) | -τεχνίτρα | τις | -τεχνίτρες |
κλητική | -τεχνίτρα | -τεχνίτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- -τεχνίτρα < -τεχνί(της) + -τρα[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /teˈxni.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -τε‐χνί‐τρα
Επίθημα επεξεργασία
-τεχνίτρα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ "-τεχνίτης" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας