Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -τεχνίτρα οι -τεχνίτρες
      γενική της -τεχνίτρας
    αιτιατική τη(ν) -τεχνίτρα τις -τεχνίτρες
     κλητική -τεχνίτρα -τεχνίτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-τεχνίτρα < -τεχνί(της) + -τρα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /teˈxni.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -τε‐χνί‐τρα

  Επίθημα επεξεργασία

-τεχνίτρα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία