-στέφανος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
-στέφανος < στεφάν(ι) + -ος, (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -στέφανος
Επίθημα επεξεργασία
-στέφανος
Συνώνυμα επεξεργασία
σύνθετα με δεύτερο συνθετικό:
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ -στέφανος | τὸ -στέφανον | οἱ, αἱ -στέφανοι | τὰ -στέφανα |
Γενική | τοῦ, τῆς -στεφάνου | τοῦ -στεφάνου | τῶν -στεφάνων | τῶν -στεφάνων |
Δοτική | τῷ, τῇ -στεφάνῳ | τῷ -στεφάνῳ | τοῖς, ταῖς -στεφάνοις | τοῖς -στεφάνοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν -στέφανον | τὸ -στέφανον | τοὺς, τὰς -στεφάνους | τὰ -στέφανα |
Κλητική | -στέφανε | -στέφανον | -στέφανοι | -στέφανα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | -στεφάνω | |||
Γενική-Δοτική | -στεφάνοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
-στέφανος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθημα επεξεργασία
-στέφανος
Συνώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- Λέξεις -στέφανος @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts