Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-μόριο < μόριο

  Επίθημα επεξεργασία

-μόριο

  1. επίθημα σχηματισμού συνθέτων που αφορούν ένα μέρος ενός συνόλου
    δεκατημόριο, εκτημόριο
  2. (χημεία) επίθημα σχηματισμού συνθέτων που αφορούν ένα μόριο

  Μεταφράσεις επεξεργασία