εκτημόριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκτημόριο < ελληνιστική κοινή ἑκτημόριον < αρχαία ελληνική ἕκτος (< ἕξ) + μόριον
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκτημόριο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτημόριο
|
εκτημόριο ουδέτερο
|