Δείτε επίσης: μηχανή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -μηχαής η -μηχαής το -μηχαές
      γενική του -μηχαούς* της -μηχαούς του -μηχαούς
    αιτιατική τον -μηχαή τη(ν) -μηχαή το -μηχαές
     κλητική -μηχαή(ς) -μηχαής -μηχαές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -μηχαείς οι -μηχαείς τα -μηχαή
      γενική των -μηχαών των -μηχαών των -μηχαών
    αιτιατική τους -μηχαείς τις -μηχαείς τα -μηχαή
     κλητική -μηχαείς -μηχαείς -μηχαή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-μηχανή < μηχανή[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.xaˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -μη‐χα‐νή

  Επίθημα επεξεργασία

-μηχανή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -μηχανήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)