Δείτε επίσης: -λογία, λογία, λόγια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -λογιά οι -λογιές
      γενική της -λογιάς των -λογιών
    αιτιατική τη(ν) -λογιά τις -λογιές
     κλητική -λογιά -λογιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-λογιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -λογία με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας < λέγω (στη σημασία «συλλέγω») [1]
για τα λαϊκότροπα > (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -λογιά όπως κοντολογιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /loˈʝa/ με συνίζηση
τυπογραφικός συλλαβισμός: -λο‐γιά
τονικό παρώνυμο: λόγια (στη σημασία «ομιλίες»)

  Επίθημα επεξεργασία

-λογιά θηλυκό

  1. (περιληπτικό) δεύτερο συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά
    φτωχολογιά
  2. (λαϊκότροπο ή λογοτεχνικό) άλλη προφορά λέξεων σε -λογία
    κακολογία > κακολογιά

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-λογιά < -λογία με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας

  Επίθημα επεξεργασία

-λογιά θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία