-λογιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -λογιά | οι | -λογιές |
γενική | της | -λογιάς | των | -λογιών |
αιτιατική | τη(ν) | -λογιά | τις | -λογιές |
κλητική | -λογιά | -λογιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- -λογιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -λογία με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας < λέγω (στη σημασία «συλλέγω») [1]
- για τα λαϊκότροπα > (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -λογιά όπως κοντολογιά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /loˈʝa/ με συνίζηση
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -λο‐γιά
- τονικό παρώνυμο: λόγια (στη σημασία «ομιλίες»)
Επίθημα επεξεργασία
-λογιά θηλυκό
- (περιληπτικό) δεύτερο συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά
- (λαϊκότροπο ή λογοτεχνικό) άλλη προφορά λέξεων σε -λογία
Σύνθετα επεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λογιά στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -λογιά - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
-λογιά
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ -λογιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθημα επεξεργασία
-λογιά θηλυκό
- νεότερη προφορά του συνθετικού -λογία
- ἐξομολογία > 'ξεμολογιά
- εὐλογία > εὐλογιά (με επιπλέον σημασία για την ασθένεια)
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη -λογία