Δείτε επίσης: Εὐλογία, ευλογία, Ευλογία, εὐλογιά, ευλογιά

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐλογί αἱ εὐλογίαι
      γενική τῆς εὐλογίᾱς τῶν εὐλογιῶν
      δοτική τῇ εὐλογί ταῖς εὐλογίαις
    αιτιατική τὴν εὐλογίᾱν τὰς εὐλογίᾱς
     κλητική ! εὐλογί εὐλογίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐλογί
γεν-δοτ τοῖν  εὐλογίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐλογία < εὐλογ(έω) + -ία (-λογία) < εὔλογος[1] < εὖ + λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὐλογία θηλυκό

  1. η καλλιλογία
    ※  εὐλογία ἄρα καὶ εὐαρμοστία καὶ εὐσχημοσύνη καὶ εὐρυθμία (Πλάτων, Πολιτεία, 3, 400d)
  2. έπαινος
    ※  εἴ τις ἀνδρῶν εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον, ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι. (Πϊνδαρος, Ισθμιόνικοι, 3)
    Αν κάποιος άντρας έχει καλή τύχη είτε σε αθλητικούς αγώνες που προσφέρουν δόξα είτε από τη δύναμη του πλούτου του και όμως συγκρατεί μεσα στην ψυχή του την ατελεύτητη φιλοδοξία, αυτός αξίζει να έχει τον έπαινο από τους συμπολίτες του
    ※  καὶ τὴν εὐλογίαν ἅμα ἐφ᾽ οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς (Θουκυδίδης, 2.42)
  3. (ελληνιστική σημασία στην Αγία Γραφή)
    1. χρηματική εισφορά
    2. ευλογία (με τη σημερινή σημασία)

  Πηγές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ευλογώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.