Δείτε επίσης: Ευλογία, εὐλογία, ευλογία, εὐλογιά, ευλογιά

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Εὐλογί αἱ Εὐλογίαι
      γενική τῆς Εὐλογίᾱς τῶν Εὐλογιῶν
      δοτική τῇ Εὐλογί ταῖς Εὐλογίαις
    αιτιατική τὴν Εὐλογίᾱν τὰς Εὐλογίᾱς
     κλητική ! Εὐλογί Εὐλογίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Εὐλογί
γεν-δοτ τοῖν  Εὐλογίαιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εὐλογία < εὐλογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εὐλογία θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία