-ιάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ιάνα | οι | -ιάνες |
γενική | της | -ιάνας | — | |
αιτιατική | τη(ν) | -ιάνα | τις | -ιάνες |
κλητική | -ιάνα | -ιάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συγκρίνετε με τη γενική πληθυντικό στο -άνος. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Επίθημα επεξεργασία
-ιάνα θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
και